Φεμινισμός
1ο κύμα
1ο κύμα
Το πρώτο κύμα του φεμινισμού έχει ρίζες στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο των μέσων του 19ου αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή, ο κύριος στόχος των γυναικών ήταν η απόκτηση νομικών δικαιωμάτων. Στο προσκήνιο βρέθηκαν τα ίσα δικαιώματα στην ιδιοκτησία και η κατάργηση της κυριαρχίας του συζύγου στη σύζυγο. Προς το τέλος του 19ου αιώνα, η εστίαση μετακινήθηκε στην απαίτηση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες, με την ελπίδα ότι το δικαίωμα αυτό θα διασφάλιζε την πρόσβαση σε περαιτέρω δικαιώματα. Το πρώτο κύμα έλαβε τέλος περίπου το 1920, όταν δόθηκε το δικαίωμα ψήφου σε ορισμένες λευκές γυναίκες (συγκεκριμένης ηλικίας και οικονομικού υποβάθρου) στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.
2ο κύμα
2ο κύμα
Το δεύτερο κύμα φεμινισμού ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αντίθετα προς τις στερεοτυπικές αντιλήψεις της εποχής, το 2ο κύμα υποστηρίζει ότι οι γυναίκες δεν είναι ικανοποιημένες από τον φροντιστικό ρόλο, τον γάμο ή το νοικοκυριό. Μέσα από τη δήλωση "το προσωπικό είναι πολιτικό" (Carol Hanisch, 1969), που έγινε αντιπροσωπευτική φράση του δεύτερου κύματος, οι φεμινίστριες υποστήριζαν ότι πολλές προσωπικές εμπειρίες, μπορούν να εξηγηθούν από τη θέση τους μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας. Για παράδειγμα, αν μια γυναίκα κακοποιείται από τον σύντροφό της, η κοινωνική καταπίεση των γυναικών είναι ένας σημαντικός παράγοντας που εξηγεί αυτή την κακοποίηση. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο δεκαετιών, τα δυτικά φεμινιστικά κινήματα πέτυχαν νομοθετικά ορόσημα όσον αφορά στο δικαίωμα της αναπαραγωγής, το δικαίωμα στην ίση αμοιβή και την ίση εκπαίδευση. Οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος αγωνίστηκαν για το δικαίωμα των γυναικών να έχουν τους δικούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς την έγκριση του συζύγου, και αντιμάχονταν την έμφυλη βία και την σεξουαλική παρενόχληση. Το δεύτερο κύμα κατάφερε να κινητοποιήσει μεγάλες ομάδες γυναικών και έφερε στο προσκήνιο τον διαθεματικό φεμινισμό. Ως διαθεματικότητα ορίζεται η «ιδέα ότι τα υποκείμενα βρίσκονται σε πλαίσια πολλαπλών και αλληλοδιαπλεκόμενων μορφών καταπίεσης και προνομίων μέσω κοινωνικά κατασκευασμένων κατηγοριών, όπως για παράδειγμα το φύλο και η φυλή» (Geerts, Van der Tuin, 2013). Σε αυτές τις κοινωνικά κατασκευασμένες κατηγορίες εμπίπτουν επίσης άξονες όπως η σεξουαλικότητα, η γλώσσα, η ηλικία, η αναπηρία, η θρησκεία κ.ά. Η διαθεματικότητα αποτελεί σημαντική θεωρητική συνεισφορά των σπουδών φύλου (Πολυκάρπου, 2019). Σύμφωνα με τη Brown, το διαθεματικό υποκείμενο «πρέπει να ιδωθεί ως μια σύνθετη οντότητα που αποτελείται από διασταυρώσεις διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών, οι οποίες έχουν όλες παραχθεί από διαφορετικά, διακριτά πεδία εξουσίας, ενώ οποιαδήποτε ανάλυση ενός τέτοιου υποκειμένου πρέπει να πραγματοποιηθεί ολιστικά» (Geerts, Van der Tuin, 2013). Παράλληλα, το 2ο κύμα φεμινισμού έθεσε τα θεμέλια της αμφισβήτησης του βιοντετερμινισμού γύρω από τα ζητήματα φύλου, με πρώτο τον ισχυρισμό της Simone de Beauvoir ότι «Δεν γεννιέσαι γυναίκα: γίνεσαι γυναίκα», όπως διατυπώθηκε στο έργο «Το Δεύτερο Φύλο» (1949). Η Beauvoir εισήγαγε στην ιδέα ότι το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή και όχι μια σταθερή ταυτότητα ή μια βιολογική πραγματικότητα και ότι αφορά σε μια σειρά από επαναλαμβανόμενες πράξεις και συμπεριφορές που διαμορφώνονται από κοινωνικές και πολιτισμικές προσδοκίες. Οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος έθεσαν τον διαχωρισμό μεταξύ «βιολογικού» και «κοινωνικού» φύλου, με το δεύτερο να «κατασκευάζεται» κοινωνικά-πολιτισμικά, ενώ το πρώτο να αφορά βιολογικά-ανατομικά χαρακτηριστικά. Η ιδέα αυτή εξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου μέσα από το 3το κύμα φεμινισμού με τη βοήθεια του έργου του φιλοσόφου Judith Butler, το οποίο αποδεχόταν μεν το κύριο σημείο της Beauvoir, κατά το οποίο το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή, αλλά παράλληλα ανέπτυξε την ιδέα ότι το φύλο δεν είναι τόσο απλό, συνεπές ή δυαδικό όσο η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα, ότι καμία σεξουαλικότητα ή ταυτότητα φύλου δεν είναι φυσική και ότι το φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι σταθερά ή έμφυτα.
3ο κύμα
3ο κύμα
Το τρίτο κύμα του φεμινισμού ξεκινά τη δεκαετία του 1990, με κεντρικό το έργο του φιλοσόφου Butler. Μέσα από τα βιβλία τ@ Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (1990) και Bodies That Matter: On the Discursive Limits of "Sex" (1993) εισάγει την έννοια της "επιτελεστικότητας του φύλου" και εξετάζει πώς οι κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές διαμορφώνουν την έννοια του φύλου. Το 3ο κύμα φεμινισμού καλεί σε αναθεώρηση των ουσιοκρατικών παραδοχών γύρω από το σώμα, τη σεξουαλικότητα και την έμφυλη διαφορά. Η κατάταξη του ανθρώπινου είδους σε δύο ταυτότητες φύλου (ανδρική και γυναικεία) είναι αποτέλεσμα ενός καταναγκαστικού συστήματος διαφοροποίησης στην υπηρεσία σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής. Το Butler θα αμφισβητήσει την εγκυρότητα της διάκρισης μεταξύ μιας προ-γλωσσικής φύσης, βιολογικού φύλου (sex) και ενός κοινωνικά κατασκευασμένου φύλου (gender), καθώς και την προτεραιότητα του βιολογικού (φυσικού) φύλου έναντι του κοινωνικού φύλου. Για το 3ο κύμα φεμινισμού το ίδιο το βιολογικό φύλο δεν είναι ένα βιολογικό-οντολογικό δεδομένο, είναι η εγγραφή πάνω σε μια «υλικότητα», που αποκαλούμε σώμα, μιας προϋπάρχουσας κανονιστικής (πολιτισμικής) επιταγής: της ετεροσεξουαλικότητας και της κοινωνικής αναπαραγωγής που αυτή επιτρέπει. Το κοινωνικό φύλο αποτελεί επιτελεστική κατηγορία, δηλαδή συγκροτείται από πράξεις που μιμούνται και επιζητούν να συμμορφωθούν σε ένα πατριαρχικό πλαίσιο. Η αρχή της κοινωνικής μας ύπαρξης συμπίπτει με την αναγκαστική είσοδό μας στην ετεροφυλική δομή, στον έμφυλο δυϊσμό. Η κατανόηση των ανατομικών διαφορών μεταξύ του «ανδρικού» και του «γυναικείου» φύλου διαμεσολαβείται από το πολιτισμικό νοηματοδοτικό πλαίσιο. Αντί, επομένως, το κοινωνικό φύλο να μεταφράζει –«αυθαίρετα»– μια βιολογική διαφορά, την οργανώνει (Butler, 1990, 1993).
4ο κύμα
4ο κύμα
Αν και το τρίτο κύμα δεν είχε ποτέ επίσημο «τέλος», φεμινίστ@ αναγνωρίζουν ότι ο 21ος αιώνας έχει εγκαινιάσει ένα νέο είδος ακτιβισμού. Το κύριο χαρακτηριστικό του τετάρτου κύματος είναι η σχέση των ακτιβιστριών/@ με τα μέσα ενημέρωσης και η διαδικτυακή υποστήριξή των κοινωνικών τους διεκδικήσεων. Αυτό σημαίνει ότι προωθεί τη φεμινιστική ατζέντα στο διαδίκτυο, ιδιαίτερα στα κοινωνικά μέσα, με καμπάνιες για την έμφυλη βία, την κουλτούρα του βιασμού, το body-shaming, ή με hashtags όπως #MeToo ή #YesAllWomen. Ενώ το τέταρτο κύμα υποστηρίζει τα χαρακτηριστικά του τρίτου, ισχυρίζονται ότι πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα όσον αφορά στη προώθηση της θετικότητας του σεξ και του σώματος (sex positivity), καθώς και την ενδυνάμωση των θηλυκοτήτων.
Βιολογικό και κοινωνικό φύλο
Βιολογικό και κοινωνικό φύλο
Η διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου εισήχθη με την δημιουργία του όρου «gender» τη δεκαετία του 1970, από τον αγγλοσαξονικό φεμινιστικό χώρο και στόχευε στην αμφισβήτηση της αναγωγής στη φύση και τη βιολογία, καταδεικνύοντας ότι η αντιλήψεις γύρω από την έμφυλη ιεράρχηση αποτελούν κοινωνικές, πολιτισμικές, ιστορικές και πολιτικές κατασκευές (Γιαννακόπουλος, 2003). Η Ann Oakley στο έργο της Sex, Gender and Society (1972) ορίζει το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο ως εξής: «Ο όρος ‘βιολογικό φύλο’ sex αναφέρεται στις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό: στην ορατή διαφορά των γεννητικών οργάνων τους και τη συνακόλουθη διαφορά των αναπαραγωγικών τους λειτουργιών. Το ‘κοινωνικό φύλο’ gender αφορά τον πολιτισμό: αναφέρεται στην κοινωνική κατηγοριοποίηση σε ‘ανδρικό’ και ‘γυναικείο’» (Οakley, 1972). To Butler, στο έργο του Gender Trouble. Feminism and the Subversion of Identity, θεμελίωσε τη «μεταδομιστική φεμινιστική θέση περί κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής κατασκευής της βιολογικής έμφυλης διαφοράς» (Γιαννακόπουλος, 2003). Το Butler, σύμφωνα με τον Γιαννακόπουλο, βασίστηκε στη θεωρία του Λόγου του Michel Foucault, για να υποστηρίξει ότι το κοινωνικό φύλο είναι προϊόν του Λόγου, ενώ το βιολογικό φύλο είναι προϊόν του κοινωνικού, αμφισβητώντας «τη ‘φυσική’ προτεραιότητα του βιολογικού φύλου και τη διάκρισή του από το κοινωνικό" (Γιαννακόπουλος, 2003).
Σεξουαλικός προσανατολισμός
Σεξουαλικός προσανατολισμός
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός αναφέρεται στην ικανότητα κάθε ατόμου για βαθιά συναισθηματική, στοργική και σεξουαλική έλξη και σε προσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις με άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου ή περισσοτέρων του ενός φύλων (The International Commission of Jurists and the International Service for Human Rights, 2007). Εκτός από κοινωνικό δεδομένο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, και προστατεύεται αυτοτελώς τόσο από την εθνική και διεθνή νομοθεσία που δεσμεύει τη χώρα, όσο και από την ίδια τη συνταγματική μας έννομη τάξη, στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος)" (Συνήγορος του Πολίτη, 2014, ενότητα τέσσερα)».
Ταυτότητα φύλου
Ταυτότητα φύλου
Η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στην προσωπική αίσθηση ενός ατόμου για το φύλο του. Μπορεί να είναι άνδρας, γυναίκα, τρανς άτομο, μη δυαδικό άτομο, κ.α., καθώς αφορά σε μια εσωτερική αντίληψη που μπορεί να μην αντιστοιχεί απαραίτητα στο φύλο που αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία στις ταυτότητες φύλου, όπως cisgender, transgender, genderqueer, nonbinary, genderfluid, και άλλες. Η ταυτότητα φύλου μπορεί να επηρεάζεται από κοινωνικές και πολιτισμικές νόρμες, αλλά είναι κυρίως μια προσωπική και εσωτερική αίσθηση (The International Commission of Jurists and the International Service for Human Rights, 2007).
Λευκός Φεμινισμός
Λευκός Φεμινισμός
Με τον όρο «λευκός φεμινισμός» περιγράφεται μια μορφή φεμινισμού που επικεντρώνεται στις εμπειρίες και τα προβλήματα των λευκών cis γυναικών. Oι εκφράστριες αυτής της μορφής φεμινισμού αγνοούν τις ανάγκες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με άλλο κοινωνικό, ταξικό, έμφυλο και φυλετικό υπόβαθρο. Αυτός ο φεμινισμός αποκλείει άτομα που ανήκουν σε μειονότητες και δεν αναγνωρίζει τη διασταύρωση της φυλής, της τάξης και άλλων κοινωνικών ταυτοτήτων με το φύλο. Πολλές φορές, οι εκστρατείες του λευκού φεμινισμού επικεντρώνονται σε θέματα όπως η ισότητα των μισθών, το glass ceiling (γυάλινη οροφή - αναφέρεται στα πατριαρχικά εμπόδια που δεν επιτρέπουν στις γυναίκες να ανελιχθούν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, παρά τις ικανότητες και τα προσόντα τους) αλλά και σε ζητήματα πολιτικής εκπροσώπησης των λευκών γυναικών, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Χίλαρι Κλίντον όταν προσπάθησε να γίνει η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, στις εκλογές του 2016, με το σύνθημα «Είμαι μαζί της» και με εκστρατεία που αφορούσε την οικονομική ανάπτυξη (αύξηση κατώτατου μισθού, επένδυση σε υποδομές, φορολογικές ελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη).
Χρήσιμοι ορισμοί
Αμφιφυλόφιλος-η (Bisexual)
Αμφιφυλόφιλος-η (Bisexual)
Ο όρος «Αμφιφυλόφιλος-η» (‘Bisexual’), αφορά έναν άνθρωπο που «συναισθηματικά ή/και σεξουαλικά ελκύεται από άτομα περισσότερων τους ενός φύλου» (ILGA - Europe, 2014).
Άτομα μη δυαδικού φύλου (Non Binary)
Άτομα μη δυαδικού φύλου (Non Binary)
Άτομα τα οποία δεν αυτοπροσδιορίζονται ως άνδρες ή γυναίκες. Ενδέχεται τα μη δυαδικά άτομα να επιθυμούν να τροποποιήσουν χαρακτηριστικά τους, με αντίστοιχες ιατρικές διαδικασίες όπως οι τρανς άντρες και οι τρανς γυναίκες, με σκοπό την επιβεβαίωση του φύλου τους και τη μείωση της δυσφορίας, εάν υπάρχει. Τα άτομα αυτά μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται και ως transmasc/transfem.
Άτομα με ρευστό φύλο (Gender Queer/Fluid)
Άτομα με ρευστό φύλο (Gender Queer/Fluid)
Όροι παρόμοιοι με τον όρο ‘non binary’. Άτομα που βλέπουν τους εαυτούς τους και ως άνδρες και ως γυναίκες ή ως τίποτα από τα δύο.
Γκέι (Gay)
Γκέι (Gay)
Ο όρος «Γκέι» (‘Gay’), αναφέρεται σε «ένα άτομο που αισθάνεται σεξουαλική ή/και συναισθηματική επιθυμία αποκλειστικά ή κυρίως για άτομα του δικού της/του φύλου. Ο όρος γκέι στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως για άνδρες, αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου και γυναίκες τον χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό* («γκέι γυναίκα», γυναίκες που ελκύονται συναισθηματικά ή/και σεξουαλικά από γυναίκες). (ILGA - Europe, 2014).
Ίντερσεξ άτομα (Intersex)
Ίντερσεξ άτομα (Intersex)
Ίντερσεξ ονομάζονται τα άτομα τα οποία γεννιούνται με σώματα που δεν εμπίπτουν στις κανονιστικές νόρμες των «αρσενικών» και «θηλυκών» σωμάτων. Γεννιούνται με διάφορες φυσικές παραλλαγές στα χαρακτηριστικά φύλου τους (χρωμοσώματα, γονάδες, ορμονικά προφίλ ή εσωτερική /εξωτερική ανατομία) οι οποίες "δεν παραπέμπουν στον κλασικό ιατρικό ορισμό των αρσενικών και των θηλυκών σωμάτων".
Πηγή: intersexgreece.org.gr