Παροχή νομικής βοήθειας

Μέσω συμβουλευτικών κέντρων του δικτύου δομών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Γ.Γ.Ι.Α.Δ.)

Τα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γ.Γ.Ι.Α.Δ. στελεχώνονται από νομικ@ και παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες. Τα κέντρα λειτουργούν στις παρακάτω πόλεις: Αθήνα, Πειραιά, Ηράκλειο, Λαμία, Πάτρα, Τρίπολη, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κομοτηνή, Λάρισα, Μυτιλήνη, Ερμούπολη, Θεσσαλονίκη και Κοζάνη.

Οι νομικές υπηρεσίες προσφέρονται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια προκειμένου τα άτομα να προσφεύγουν στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια για την προστασία τους από τον κακοποιητή (isotita.gr).

Μέσω κρατικής αρωγής

Η νομική βοήθεια παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια κατόπιν αίτησης των ενδιαφερόμενων προσώπων. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα αναγκαία δικαιολογητικά:

  • αντίγραφο φορολογικής δήλωσης (η πιο πρόσφατη)
  • κάρτα ανεργίας και πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και
  • αποδεικτικά της κατοικίας ή διαμονής, εάν πρόκειται για πολίτη τρίτου κράτους.

Ειδικότερα, στις επιζώσες/@ ενδοοικογενειακής βίας που ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης παρέχεται η παραπάνω νομική βοήθεια με μόνη την απόδειξη του περιστατικού βίας, ακόμα κι αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά (δηλαδή ακόμα κι όταν δεν υπάρχει οικονομικό πρόβλημα υπό κανονικές συνθήκες), τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες.

Η επιζώσα/@ έμφυλης βίας έχει το δικαίωμα οικονομικής αρωγής για την έναρξη διαδικασιών εκδίκασης ή για τη συμμετοχή σε νομικές διαδικασίες που κινούνται εναντίον της. Καλύπτεται επίσης η νομική εκπροσώπηση σε δεύτερο βαθμό, έξοδα συμβολαιογράφ@, δικαστικ@ επιμελητ@, και έξοδα εκτέλεσης.

Τα ανήλικα επιζώντα εγκλημάτων κατά της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας και γενετήσιας αξιοπρέπειας ως προς τις τυχόν αστικές και ποινικές αξιώσεις τους είναι δικαιούχοι νομικής βοήθειας.

Οργάνωση ΔΙΟΤΙΜΑ

Η νομική ομάδα της ΔΙΟΤΙΜΑ παρέχει νομική συμβουλευτική και δικαστική εκπροσώπηση σε Ελληνίδες και μετανάστριες, που κατοικούν στην περιφέρεια Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν πλήρη στήριξη για προσφυγή στη δικαιοσύνη σε υποθέσεις έμφυλης βίας κάθε μορφής (μήνυση, ασφαλιστικά μέτρα, αγωγή διαζυγίου, αγωγή διατροφής-επιμέλειας παιδιών, λήψη άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους). Καλύπτονται όλα τα δικαστικά έξοδα. Για τη δικαστική εκπροσώπηση υπάρχουν εισοδηματικά κριτήρια. Μη διστάσετε να καλέσετε την ίδια την οργάνωση για περισσότερες πληροφορίες.

Στοιχεία επικοινωνίας για την περιφέρεια Αττικής ή Κεντρικής Μακεδονίας:

  • Αττική: Δευτέρα-Παρασκευή, 10:00–18:00, 210 32 44 380 ή στείλε στο helpdesk.diotima@gmail.com
  • Κεντρική Μακεδονία: Δευτέρα-Παρασκευή, 10:00–14:00, 2310 534 445 ή στείλε στο urban.thessaloniki.diotima@gmail.com

Για περισσότερες πληροφορίες: diotima.org

Νομοθεσία για την έμφυλη βία

Ενδοοικογενειακή βία

Η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να είναι ενεργητική (σεξουαλική, σωματική και ψυχολογική βία) ή και παθητική (σωματική ή ψυχολογική παραμέληση). Το θεσμικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία οργανώνεται από το νόμο 3500/2006. Οι ρυθμίσεις χτίζονται γύρω από την έννοια της οικογένειας με διευρυμένη προσέγγιση.

Έτσι, η οικογένεια με την έννοια του νόμου 3500/2006 αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωση ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωση ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους (γονείς, παιδιά, πεθερός και πεθερά, παππούδες, γιαγιάδες εγγόνια, γαμπροί, νύφες, κουνιάδοι, αδέρφια), μόνιμους συντρόφους και πρώην νόμιμους συντρόφους, συμπεριλαμβανομένων των ομόφυλων ζευγαριών.

Εφόσον συνοικούν, θεωρούνται οικογένεια και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει οριστεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια (προ-παππούδες, προ-γιαγιάδες, δισέγγονα, ανίψια, θείοι και θείες, ξαδέρφια, θείοι και θείες των γονέων). Η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται.

Ειδικότερα τιμωρούνται στο πλαίσιο αυτό οι ακόλουθες πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος μέλους της οικογένειας:

Σωματικές βλάβες

  1. H απλή σωματική βλάβη και η επικίνδυνη σωματική βλάβη
  2. H ελαφρά σωματική βλάβη που προξενείται από συνεχή συμπεριφορά
  3. H σωματική βλάβη σε βάρος εγκύου ή σε βάρος μέλους της οικογένειας το οποίο, από οποιαδήποτε αιτία, είναι ανίκανο να αντισταθεί
  4. Η τέλεση των παραπάνω πράξεων ενώπιον ανηλίκου μέλους της οικογένειας τιμωρείται ως αυτοτελές αδίκημα
  5. H βαριά σωματική βλάβη και βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη

Προσβολές της προσωπικής ελευθερίας

  1. παράνομη βία
  2. παράνομη απειλή

Προσβολές της γενετήσιας αξιοπρέπειας

  1. βιασμός
  2. κατάχρηση σε ασέλγεια εντός του γάμου
  3. προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας
  4. προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας σε βάρος ανηλίκου

Παρακώλυση απονομής δικαιοσύνης

Aφορά σε απειλή μάρτυρα ή μέλους της οικογένειάς του ή άσκηση βίας σε βάρος του ή προσπάθεια δωροδοκίας με σκοπό την παρακώλυση απονομής δικαιοσύνης. Με το άρθρο 10, στο οποίο προβλέπονται τα ανωτέρω, προστατεύονται οι μάρτυρες στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εφαρμόζεται η αυτόφωρη διαδικασία.

Οι αστυνομικοί που επιλαμβάνονται στο πλαίσιο προανάκρισης έχουν υποχρέωση εχεμύθειας (παράβασή της τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως δύο ετών). Θα πρέπει να συντάξουν έκθεση εξέτασης μάρτυρα για την επιζώσα/@, να παραπέμψουν την επιζώσα/@ για ιατροδικαστική εξέταση και να ενημερώσουν τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σε περίπτωση αδυναμίας άμεσης εξέτασης από ιατροδικαστική υπηρεσία, όπως σε περίπτωση αργιών, ενδείκνυται η επιζώσα/@ να παραπέμπεται σε δημόσιο νοσοκομείο για την άμεση καταγραφή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων όσο και για άμεσο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο και πιθανή ιατροφαρμακευτική κάλυψη.

Οι αστυνομικοί υποχρεούνται να ενημερώσουν την επιζώσα/@ ότι πρόκειται για αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα. Αν καταγγέλλονται αδικήματα που δεν εμπίπτουν στο νόμο της ενδοοικογενειακής βίας, η επιζώσα/@ πρέπει να υποβάλλει έγκληση και πιθανόν να απαιτείται καταβολή παραβόλου. Υποχρεούνται επίσης να γνωστοποιούν στην επιζώσα/@ την ύπαρξη των υποστηρικτικών υπηρεσιών, στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί για να λάβει ψυχοκοινωνική στήριξη και νομική συμβουλευτική, και να τη βοηθήσουν να έρθει σε επικοινωνία άμεσα με τις κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχουν στέγη (π.χ. τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, τηλεφωνική γραμμή 197 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης).

Στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας εξετάζονται:

Mάρτυρες μέλη της οικογένειας (χωρίς όρκο)

Σύζυγοι και συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου (γονείς, παιδιά, αδέρφια) μπορούν να αρνηθούν την μαρτυρία.

Ανήλικα άτομα (κατάθεση)

Tα ανήλικα άτομα κατά κανόνα δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο αλλά διαβάζεται η κατάθεσή τους. Προετοιμάζονται κατά την προδικασία από παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο για την εξέταση που πρόκειται να λάβει χώρα με ανακριτικό υπάλληλο και o/ή/το ειδικ@ αυτ@ επιστήμον@ παρίσταται κατά την κατάθεση του παιδιού. Η κατάθεση καταγράφεται (αν είναι δυνατόν και με οπτικοακουστικό μέσο).

Eκπαιδευτικ@

Eκπαιδευτικ@ της Α΄βάθμιας ή Β΄βάθμιας εκπαίδευσης (δημόσιων ή ιδιωτικών σχολείων ή των μονάδων προσχολικής αγωγής), οι οποίοι κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού τους έργου πληροφορούνται ή διαπιστώνουν ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητ@ έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τ@ διευθυντ@ της σχολικής μονάδας, o/η/το οποί@ ανακοινώνει την αξιόποινη πράξη στ@ αρμόδι@ Εισαγγελέα ή την πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Ο/η/το εκπαιδευτικ@ που διαπίστωσε και o/η/το διευθύντ@ που ανακοίνωσε τη σχετική πράξη καλούνται ως μάρτυρες και στο δικαστήριο, αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται από άλλο μέσο.

Mάρτυρες με ειδικές γνώσεις

Ως μάρτυρες μπορούν να θεωρηθούν ορισμέν@ επιστήμον@ με ειδικές γνώσεις. Σημειώνεται ότι οι κανόνες εμπιστευτικότητας που επιβάλλονται σε μερικ@ επαγγελματίες, δεν αποτελούν εμπόδιο στη δυνατότητα να αναφέρουν στις αρμόδιες υπηρεσίες την όποια υποψία σεξουαλικής κακοποίησης ή εκμετάλλευσης. Είναι επιτρεπτή η παρέκκλιση από την υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας σε όσ@ έρχονται σε επαφή με παιδιά προκειμένου να αναφέρουν στην αρμόδια αρχή πιθανή σεξουαλική κακοποίηση ή εκμετάλλευση παιδιού.

Γιατροί και βοηθοί δεν μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες όσα εμπιστευτικά έμαθαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους, εκτός από την περίπτωση που το επιτάσσει ειδικός νόμος. Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) προβλέπει ότι η άρση απορρήτου επιτρέπεται μεταξύ άλλων όταν «ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου, ουσιώδους δημόσιου συμφέροντος ή συμφέροντος τ@ ίδι@ τ@ ιατρού ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά» (α.13 §3 περ. β). Όταν θίγεται η ζωή, η υγεία και η αξιοπρέπεια ενός παιδιού, υπάρχει έννομο συμφέρον του παιδιού να προστατευτεί.

Ποινική διαμεσολάβηση

Ακόμη και μετά την υποβολή καταγγελίας, είτε αυτή εξετάζεται ακόμη, είτε ο δράστης έχει ήδη συλληφθεί και πρόκειται να δικαστεί, εφόσον τα μέρη το επιθυμούν και το ζητήσουν, μπορούν να υπαχθούν στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης.

Για να ξεκινήσει η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης θα πρέπει το πρόσωπο που φέρεται να τέλεσε τις πράξεις:

  1. να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει η επιζώσα/@,
  2. να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό - θεραπευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τ@ αρμόδι@ θεραπευτ@,
  3. να άρει ή να αποκαταστήσει εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στην παθούσα.

Σε περίπτωση ανηλικότητας η διαδικασία ενεργείται υπέρ της ανήλικης παθούσας και από κοινού, από τον κατά τόπον αρμόδιο εισαγγελέα ανηλίκων και τον ασκούντα την επιμέλεια, εφόσον αυτός δεν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον φερόμενο ως δράστη. Μπορούν να παρασταθούν εφόσον το θέλουν τα ανήλικα επιζώντα που έχουν κλείσει τα 14 έτη.

Εφόσον οι όροι της ποινικής διαμεσολάβησης τηρηθούν για μία τριετία, εξαλείφεται η ποινική αξίωση.

Προσοχή

  • Η συμφωνία της παθούσας συζύγου για την έναρξη της ποινικής διαμεσολάβησης δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή την υποβολή αίτησης συναινετικής λύσης γάμου, ούτε την πρόοδο της τυχόν αρξάμενης δίκης και τη λύση του γάμου.
  • Δεν υπάρχει μηχανισμός εποπτείας και παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης. Αν λαμβάνουν χώρα νέα περιστατικά σε βάρος της παθούσας θα πρέπει να τα καταγγείλει η ίδια.
  • Μετά την έκδοση οριστικής αποφάσεως ή της διατάξεως του εισαγγελέα με την οποία αρχειοθετείται η υπόθεση λόγω ποινικής διαμεσολάβησης, παύουν αυτοδικαίως οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί στον φερόμενο ως δράστη.

Εξαναγκαστικός γάμος

Γενικό πλαίσιο

Διεθνώς, ο αναγκαστικός γάμος αναγνωρίζεται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα άρθρα 16(1) και (2), της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (UDHR), το άρθρο 23(2) και (3) του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) καθώς και το άρθρο 10 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ICESCR) απαγορεύουν έναν γάμο όταν δεν υπάρχει ελεύθερη συγκατάθεση και των δύο μερών. Το άρθρο 16(1) του CEDAW αναφέρεται επίσης ρητά στο γεγονός ότι τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες έχουν τα ίδια δικαιώματα στην ελεύθερη επιλογή συζύγου. Περαιτέρω, πέραν των μη δεσμευτικών κειμένων που έχει εκδώσει κατά καιρούς η Ε.Ε. και το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης ρυθμίζει τις αστικές και ποινικές συνέπειες του αναγκαστικού γάμου. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να διασφαλίσουν την ποινικοποίηση και τιμωρία του αναγκαστικού γάμου. Η Ελλάδα δεν έχει συμμορφωθεί με την εν λόγω υποχρέωση και δεν ποινικοποιεί τον αναγκαστικό γάμο, ο οποίος ωστόσο μπορεί να ακυρωθεί με βάση τις διατάξεις του αστικού κώδικα (άρθρο 1375 ΑΚ).

Πρόωρος γάμος

Η Επιτροπή CEDAW (Convention on the Elimination of All Forms of Discrimination Against Women) όπως και η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού, ερμηνεύουν τον πρόωρο γάμο, δηλαδή τον γάμο ανηλίκων, ως μορφή εξαναγκαστικού γάμου, δεδομένου ότι τα παιδιά στερούνται εγγενώς, λόγω της ηλικίας τους, της ικανότητας να δώσουν την πλήρη, ελεύθερη και κατόπιν ενημέρωσης συναίνεσή τους για τον γάμο ή τη χρονική στιγμή του γάμου τους. Παιδί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο είναι κάθε άτομο που δεν έχει κλείσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Σύμφωνα με τα ίδια ως άνω κείμενα, ο πρόωρος γάμος αποτελεί επιβλαβή πρακτική και οι αντίστοιχες Επιτροπές συμφωνούν ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιτρέπεται ο γάμος ενός παιδιού ώριμου και με κριτική ικανότητα, ηλικίας τουλάχιστον 16 ετών, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση εκδίδεται από δικαστήριο βάσει ειδικών λόγων που ορίζονται από τη νομοθεσία, και στοιχείων που αποδεικνύουν την ωριμότητα του παιδιού, χωρίς προσήλωση στην κουλτούρα ή/και την παράδοση.

Εθνική νομοθεσία

Διατάξεις αστικού δικαίου

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, τα πρόσωπα που πρόκειται να συνάψουν γάμο θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει τα 18 έτη. Ωστόσο, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα σύναψης γάμου μεταξύ ανηλίκων ή μεταξύ ενήλικα και ανηλίκου «αν η τέλεσή του επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο» (άρθρο 1350 παρ. 2 Αστικού Κώδικα- ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται άδεια για την τέλεση του γάμου κατόπιν αίτησης του ίδιου του ανήλικου προσώπου, ακόμα και χωρίς τη συναίνεση των γονιών του (εφόσον είναι άνω των 16 ετών), ενώπιον του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας του.

Το δικαίωμα στη σύναψη γάμου είναι αυστηρά προσωπικό, ανήκει στο ανήλικο πρόσωπο και όχι στους νόμιμους εκπροσώπους του και η σχετική απόφαση ΔΕΝ συνιστά αντικείμενο της ασκούμενης από τους γονείς επιμέλειας αλλά ανατίθεται από τον νόμο στο Δικαστήριο. Άλλωστε, ανήλικο άτομο που έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του έχει την ικανότητα να παρίσταται στο Δικαστήριο για υποθέσεις που αφορούν την προσωπική του κατάσταση και έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Άλλο ενήλικο πρόσωπο- μελλόνυμφος ΔΕΝ νομιμοποιείται να καταθέσει αίτηση για παροχή άδειας γάμου με ανήλικο πρόσωπο.

Γάμος μεταξύ ανηλίκων ή ενήλικου και ανήλικου προσώπου που έχει τελεστεί χωρίς την ανωτέρω άδεια πάσχει ακυρότητα και μπορεί να προσβληθεί και να ακυρωθεί με απόφαση δικαστηρίου. Αν ο γάμος αυτός εγκριθεί εκ των υστέρων από Δικαστήριο ή το ανήλικο πρόσωπο τον αναγνωρίσει αφού κλείσει τα 18, τότε η ακυρότητα θεραπεύεται και ο γάμος παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα.

Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει ως «σπουδαίο λόγο» για την τέλεση γάμου ανηλίκου την εγκυμοσύνη, τη μακρά ολοκληρωμένη σχέση των μελλόνυμφων, τα δυσμενή σχόλια της κοινωνίας στα οποία ενδέχεται να υπόκειται το ανήλικο (ή και το ενήλικο) πρόσωπο και τον στιγματισμό του, την ύπαρξη ψυχικής επαφής μεταξύ των μελλόνυμφων, τη φύση των συναισθημάτων τους, την ωριμότητα και τη σταθερότητα των απόψεων και της προσωπικότητας του ανήλικου ενώ λαμβάνει υπόψη και την ηλικιακή διαφορά των μελλόνυμφων, τις συνθήκες της μελλοντικής οικογενειακής τους ζωής και την προσωπικότητα του ενήλικου προσώπου με το οποίο πρόκειται να συναφθεί ο γάμος.

Το δικαστήριο κρίνει κατά περίπτωση και λαμβάνει κατ’ αρχάς υπόψη του το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου προσώπου, το αν δηλαδή η τέλεση του γάμου για τον οποίο ζητείται η άδεια θα αποβεί πράγματι, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι αιτούντες, προς το συμφέρον του ανήλικου προσώπου. Η συνδρομή κάποιου από τους παραπάνω όρους (π.χ. εγκυμοσύνη) δε σημαίνει συνεπώς ότι η άδεια θα χορηγηθεί από το Δικαστήριο άνευ ετέρου.

Διατάξεις ποινικού δικαίου

Ούτε ο αναγκαστικός ούτε ο πρόωρος γάμος συνιστούν αυτοτελώς τυποποιημένα εγκλήματα σύμφωνα με την ελληνική ποινική νομοθεσία. Τα ανήλικα πρόσωπα που έχουν υποβληθεί σε αναγκαστικό ή πρόωρο γάμο μπορούν να προστατευτούν μόνο μέσω άλλων διατάξεων όπως είναι αυτές της απαγωγής, του βιασμού (ή/και απόπειρας), της παράνομης κράτησης, σωματικής και ψυχολογικής βίας, σεξουαλικής κακοποίησης, κλπ.

Συνεπιμέλεια

Με τον νόμο 4800/2021, γνωστό ως «Νόμο Τσιάρα», τροποποιήθηκαν μια σειρά διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων και ιδίως τα θέματα γονικής μέριμνας.

Ο νόμος ανάγει «την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα» του παιδιού, καθώς επίσης και «την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς» ως το βασικό μέσο με το οποίο εξυπηρετείται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και θέτει την παράμετρο αυτή με τρόπο που δείχνει να δεσμεύει περισσότερο το Δικαστήριο σε σχέση με τις άλλες παραμέτρους που ορίζονται στον νόμο όπως είναι η ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, η συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και η συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο.

Παράλληλα, με τις τροποποιήσεις που έγιναν είναι ασαφές αν η απόφαση για τον τόπο κατοικίας του παιδιού του οποίου η επιμέλεια έχει ανατεθεί σε έναν γονέα συνιστά αντικείμενο της επιμέλειας ή της γονικής μέριμνας (και ως εκ τούτου πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συναπόφασης των γονέων). Το ίδιο συνέβη και με μια σειρά άλλων ζητημάτων που μέχρι τώρα θεωρούνταν συνήθεις πράξεις επιμέλειας. Επιπλέον, με την προσθήκη της λέξης «εξίσου» στη διάταξη, που αφορά την άσκηση της επιμέλειας μετά τη λύση του γάμου, δημιουργεί την εντύπωση ότι το παιδί θα πρέπει να περνάει ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς. Τέλος, δεν εξαιρεί ρητά από τις διαδικασίες διαμεσολάβησης, τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Σήμερα είναι κοινός τόπος ότι οι τροποποιήσεις του νόμου Τσιάρα έχουν περιπλέξει τις ούτως ή άλλως σύνθετες καταστάσεις που ακολουθούν τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, έχουν επιβαρύνει τη θέση των παιδιών, τα συμφέροντα των οποίων εξετάζονται πλέον υπό το πρίσμα της συμμετοχής και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα τους, ακόμα κι αν αυτό δεν εξυπηρετεί τη συναισθηματική, διανοητική και κοινωνική τους ανάπτυξη ή ακόμα κι όταν ένας από αυτούς (τους γονείς) έχει υπάρξει ή εξακολουθεί να είναι κακοποιητικός. Επιπλέον, έχει αναγκάσει γυναίκες-επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας να βρίσκονται σε καθημερινή επαφή και επικοινωνία με τους κακοποιητές τους ή να δεχτούν οικονομικά επιβαρυντικές συμφωνίες σχετικά με τη διατροφή των τέκνων για να αποφύγουν τη συνεπιμέλεια και κατ’ ακολουθία την υποχρεωτική τακτική επικοινωνία με τους πρώην συζύγους/κακοποιητές.

Λόγω της συνθετότητας των διατάξεων και της διαφοροποίησης ανά περίπτωση, προτείνεται σε περίπτωση διαζυγίου και όταν στο γάμο υπάρχουν παιδιά:

  • να επικοινωνείτε άμεσα με δικηγόρο και να ζητάτε λεπτομερείς συμβουλές και καθοδήγηση ακόμα και για πράγματα που φαίνονται αυτονόητα
  • να επικοινωνείτε με τον εν διαστάσει ή πρώην σύζυγο μόνο με γραπτά μηνύματα ή email και να υπάρχει σε οποιαδήποτε διά ζώσης επαφή μαζί του τρίτο πρόσωπο που θα μπορεί να καταθέσει για όσα συμβαίνουν
  • να ειδοποιήσετε τις αρχές και να καταγγείλετε οποιαδήποτε πράξη σωματικής ή ψυχολογικής βίας ή απειλής

Σωματική βία

Η σωματική βία προβλέπεται στα άρθρα 308-314 ΠΚ περί σωματικής βλάβης, η οποία κλιμακώνεται από την ελαφρά ή εντελώς ελαφρά έως τη θανατηφόρα σωματική βλάβη. Διώκεται κατόπιν εγκλήσεως του παθόντος προσώπου, εκτός από τις βαριές περιπτώσεις. Για την αποδεικτική διαδικασία το θύμα καλείται να προσκομίσει στο δικαστήριο έγγραφα δημόσιου νοσοκομείου, τα οποία αποδεικνύουν ότι από εξέταση που έγινε άμεσα μετά το περιστατικό προκύπτει ότι υπήρχαν τραυματισμοί. Κατάθεση από άτομα που βρίσκονταν κοντά ή συναντήθηκαν άμεσα μετά το περιστατικό ενισχύουν τη θέση του θύματος. Στην περίπτωση της σωματικής βίας, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι υπήρξε κάποια σωματική βλάβη, έστω μικρής έκτασης. Πράξεις σωματικής βίας, όπως είναι το χαστούκι, το τράβηγμα των μαλλιών ή το τσίμπημα, θεωρούνται απαξιωτικές μεν αλλά αβλαβείς και δεν εμπίπτουν στην έννοια της σωματικής βλάβης. Θεωρούνται έμπρακτη (ή έργω) εξύβριση και τιμωρούνται με άλλες διατάξεις. Τέτοιες πράξεις ωστόσο, όταν τελούνται συστηματικά στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο εμπίπτουν στον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία και τιμωρούνται.

Ψυχολογική βία

Η ψυχολογική βία μπορεί να περιλαμβάνει λεκτική βία (η οποία μπορεί να συνίσταται σε ύβρεις, απαξιωτικές εκφράσεις), συναισθηματική παραμέληση, πράξεις εκφοβισμού ή απειλές (π.χ. εκτόνωση σε αντικείμενα ως επίδειξη δύναμης). Η απειλή, η οποία συνιστά περίπτωση βίας μέσω της πρόκλησης φόβου και αγωνίας, προβλέπεται στο άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ). Η περίπτωση της ψυχολογικής βίας που ασκείται μέσω της απειλής δεν θα πρέπει να θεωρείται ήπια μορφή καθώς επιφέρει εξίσου επιβαρυντικά αποτελέσματα στο θύμα. Η επιζώσα/@ θα πρέπει να καταγγείλει άμεσα το περιστατικό και να συλλέξει τα στοιχεία που αποδεικνύουν την τέλεση της πράξης. Μάρτυρες παρόντες σε τέτοια περιστατικά που είναι πρόθυμοι να καταθέσουν και γραπτά μηνύματα είναι χρήσιμα.

Stalking/Cyberstalking

Το stalking/cyberstalking τυποποιείται ως αδίκημα στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 333 του ΠΚ, το οποίο αφορά το έγκλημα της απειλής και εισήχθη στην ελληνική νομοθεσία το 2018 μετά την κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Η διάταξη ορίζει ότι «Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται και όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθησή του, όπως ιδίως με την επιδίωξη διαρκούς επαφής με τη χρήση τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επανειλημμένες επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκφρασμένη αντίθετη βούλησή του».

Για την ποινική δίωξη του δράστη απαιτείται έγκληση. Το ίδιο άρθρο τροποποιήθηκε ξανά το 2019 με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου στην οποία τυποποιείται ως αδίκημα αυτό που συχνά ονομάζεται spouse stalking, όταν δηλαδή το αδίκημα του stalking λαμβάνει χώρα στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο. Σύμφωνα με την παρ. 2 του 333 Π.Κ. επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή (έως τρία έτη) όταν η απειλή ή η επίμονη παρακολούθηση (stalking) τελείται «σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν με αυτόν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας. Η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης». Η ποινική δίωξη του δράστη ασκείται αυτεπαγγέλτως σε αυτήν την περίπτωση.

Έμφυλη βία με βάση την εικόνα/ εκφοβισμός λόγω φύλου

Αφορά στη μη συναινετική/εκδικητική πορνογραφία/σεξουαλική κακοποίηση με βάση την εικόνα. Οι παραπάνω όροι χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο φωτογραφιών ή βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου προσώπου. Το οπτικό αυτό υλικό μπορεί να έχει δημιουργηθεί ή αποκτηθεί ποικιλοτρόπως, είτε από το ίδιο παθόν πρόσωπο είτε από τρίτο, με τη συναίνεση του θύματος (ανταλλαγή σε πλαίσιο sexting) ή χωρίς τη συναίνεσή του (με εκβιασμό, χακάρισμα, και άλλα), μπορεί να είναι αληθινό ή αλλοιωμένο ή προϊόν μοντάζ. Έως πρόσφατα, συμπεριφορές που εντάσσονται στην έννοια της έμφυλης βίας με βάση την εικόνα, γνωστή ως εκδικητική πορνογραφία, αντιμετωπίζονταν (ελλείψει άλλης, ειδικής διάταξης) με βάση τις ποινικές διατάξεις του νόμου «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Ν. 4624/2019). Οι διατάξεις αυτές είναι ακόμα σε ισχύ και μπορεί να εφαρμόζονται παράλληλα με την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Π.Κ.

Στον Ποινικό Κώδικα προστέθηκε το 2022 άρθρο 346, το οποίο τυποποιεί το αδίκημα της εκδικητικής πορνογραφίας. Αν η κοινοποίηση του υλικού γίνεται α) στο διαδίκτυο, β) από ενήλικα και αφορά ανήλικο, γ) σε βάρος πρώην συζύγου ή συντρόφου ή ατόμου με το οποίο υπάρχει σχέση εργασίας ή που βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή προστασία του δράστη, δ) με σκοπό να προσπορίσει ο δράστης περιουσιακό όφελος, συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις και τιμωρούνται με κάθειρξη έως οκτώ έτη. Αν η πράξη οδήγησε το θύμα σε απόπειρα αυτοκτονίας επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή, ενώ αν οδήγησε στο θάνατο επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή. Η ποινική δίωξη του δράστη κινείται αυτεπάγγελτα και δεν απαιτείται η υποβολή έγκλησης.

Βιασμός

Η σεξουαλική βία, νομοθετικά εντοπίζεται στο άρθρο 336 του ποινικού κώδικα. Βιασμός είναι ο εξαναγκασμός ενός προσώπου, χωρίς την ελεύθερη και αβίαστη συναίνεσή του σε συνουσία ή άλλη ασελγή πράξη ή ανοχή τέτοιας πράξης. Συχνά επιτυγχάνεται με την άσκηση σωματικής βίας ή ψυχολογικής βίας ή και απειλής ή ακόμα και με τον εκβιασμό, την επιβολή ή την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του δράστη. Η ενεργή αντίσταση του θύματος δεν είναι προϋπόθεση για να αναγνωριστεί η ύπαρξη εξαναγκασμού. Το θύμα μπορεί να μην αντισταθεί είτε επειδή η αντίστασή του θα το φέρει σε μεγαλύτερο κίνδυνο είτε επειδή το θεωρεί αναποτελεσματικό είτε επειδή περιέρχεται σε τέτοια κατάσταση φόβου που δεν του επιτρέπει οποιαδήποτε αντίσταση.

Η τέλεση του βιασμού από παραπάνω από ένα πρόσωπα ή σε βάρος ανηλίκου ή αν επιφέρει το θάνατο του θύματος τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Το θύμα καλείται αυτοπροσώπως να καταγγείλει την πράξη στο αρμόδιο τμήμα και κατόπιν να κατευθυνθεί σε νοσοκομείο για ιατροδικαστική εξέταση το δυνατόν συντομότερο, αποφεύγοντας να πλυθεί ώστε να μην χαθούν δείγματα. Εντός 72 ωρών σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η εξέταση από ιατροδικαστή, καθώς με την παρέλευση 72 ωρών καθίσταται δυσχερής η έρευνα. Επειδή είναι εξαιρετικά σημαντική η άμεση αντίδραση και εκκίνηση των διαδικασιών, το θύμα θα πρέπει να έχει άτομα εμπιστοσύνης που θα μπορέσουν να το υποστηρίξουν ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί τη συνθήκη.

Η απόπειρα βιασμού προβλέπεται επίσης στον ποινικό κώδικα και όπως και στην πράξη του βιασμού το θύμα θα πρέπει να καταγγείλει άμεσα το γεγονός. Και στις δύο περιπτώσεις η προφορική αναπαραγωγή του περιστατικού κατά την καταγγελία καθιστά ευάλωτο το θύμα γι’ αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική η παρουσία οικείων ατόμων. Είναι πιθανό μετά την κατάθεση του θύματος και στις δύο περιπτώσεις να προχωρήσει στην διαδικασία αναγνώρισης με φωτογραφίες ατόμων που μοιάζουν στην περιγραφή του δράστη. Η ψυχολογική υποστήριξη σε όλα τα στάδια της διαδικασίας καθώς και μετά από αυτά είναι εξαιρετικά σημαντική. Άλλη μορφή σεξουαλικής βίας είναι η κατάχρηση σε ασέλγεια (άρθρο 338 ΠΚ), δηλαδή η τέλεση γενετήσιας πράξης με πρόσωπο που λόγω της διανοητικής, σωματικής αναπηρίας του ή οποιασδήποτε άλλης ανικανότητας δεν μπορεί να αντισταθεί.

Σεξουαλική παρενόχληση

Στη σεξουαλική βία εμπίπτει και η σεξουαλική παρενόχληση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 337 ΠΚ και στον νόμο 3896/2010. Η πράξη καταγγέλλεται με έγκληση του/της παθόντος/ούσας που θα πρέπει να συλλέξει κάποια στοιχεία ώστε να αποδειχθεί η πράξη και οι ενέργειες του θύτη. Η παρουσία ατόμων που μπορούν να επιβεβαιώσουν το περιστατικό ενισχύει τη θέση του θύματος.

Στην καθημερινή πρακτική είναι σύνηθες κάποιες καταγγελίες να διακινούνται ανώνυμα καθώς η παρενόχληση συχνά συμβαίνει εντός εργασιακού περιβάλλοντος ή εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, στο οποίο ο θύτης ασκεί επιρροή και εξουσία. Αυτό δημιουργεί συχνά την ανάγκη ανωνυμίας των επιζωσών/@ που θα καταγγείλουν το γεγονός. Συνήθης είναι και η διακίνηση μέσω social media, η οποία ωστόσο θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή διότι μπορεί να έχει νομικές συνέπειες για το θύμα, με συνηθέστερη τη μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση. Διαφορετικά, το άτομο που επιλέγει να καταγγείλει σεξουαλική παρενόχληση με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να μην κατονομάσει το θύτη απλά να τον σκιαγραφεί. Εφόσον υπάρχουν ικανά αποδεικτικά μέσα μπορεί να προχωρήσει σε επώνυμη καταγγελία στις αρχές. Αρκετές φορές και οι ανώνυμες καταγγελίες έχουν λειτουργήσει ευεργετικά, καθώς παίρνει έκταση ένα γεγονός και ο θύτης, είτε απομακρύνεται προληπτικά, είτε λόγω των καταγγελιών περιθωριοποιείται από τον κοινωνικό περίγυρο εντός του οποίου δραστηριοποιείται.

Σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας

Για τη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο βρίσκουμε σχετικές διατάξεις στον ν. 3896/2010, οι οποίες ενσωμάτωσαν στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2006/54/ΕΚ για την αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης. Στην περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, το βάρος απόδειξης ότι η παρενόχληση δεν έλαβε χώρα το έχει ο καταγγελλόμενος, είτε είναι ο εργοδότης είτε άλλος εργαζόμενος. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να προσκομιστούν αποδεικτικά μέσα από το θύμα.

Στις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, ωφέλιμη μπορεί να είναι και η απεύθυνση του θύματος στο σωματείο του (αν υπάρχει), το οποίο έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει σε δίκες (π.χ. αστικό δικαστήριο για εκδικητική απόλυση μετά από καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης). Πέρα λοιπόν από την καταγγελία στις αρχές, υπάρχει η δυνατότητα να γίνει καταγγελία στην υπηρεσία, στον ίδιο τον εργοδότη (όταν θύτης είναι άλλος εργαζόμενος), στον φορέα, στο σωματείο και στην Επιθεώρηση Εργασίας.

Εμπορία ανθρώπων (Human trafficking)

Ο όρος human trafficking (εμπορία ανθρώπων), αφορά τις περιπτώσεις παράνομης διακίνησης και ελέγχου ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευσή τους (σεξουαλική, οικονομική, εξαναγκασμό σε πράξεις και ενέργειες χωρίς τη συγκατάθεση και την ελεύθερη βούληση του ατόμου). Η βίαιη και παράνομη συμπεριφορά του θύτη και του δικτύου του, συντελείται από σειρά περισσότερων παραβάσεων εις βάρος του θύματος. Συνηθέστερα, συντρέχει εξαπάτηση του θύματος με ψευδείς πληροφορίες, όπως οι υποσχέσεις εργασίας με υψηλή αμοιβή και διευκόλυνση μεταφοράς στον τόπο εργασίας, η μεταφορά σε τόπο και μέρος που το θύμα δεν μπορεί να προσδιορίσει ή η απαγωγή και ο εγκλεισμός του σε τόπο και μέρος που αγνοεί. Η προσέγγιση του θύματος είναι δυνατό να υποκινηθεί μέσω ενεργειών από το διαδίκτυο, ή και να διευκολυνθεί λόγω της δυνατότητας χρήσης ψευδών στοιχείων. Ωστόσο, περιστατικά trafficking συμβαίνουν και εντός οικείων κοινωνικών κύκλων και σχέσεων ακόμα και εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος.

Ο θύτης δημιουργεί μία συνθήκη πλήρους εξάρτησης και εξουσίασης του θύματος, καθώς συνήθως προβαίνει σε παρακράτηση των νόμιμων εγγράφων και των οικονομικών πόρων του θύματος, με συνέπεια να εξαρτάται η επιβίωσή του θύματος από τον θύτη και το περιβάλλον του. Η απειλή και ο εκφοβισμός αποτελούν μέσα επιβολής του θύτη, σε συνδυασμό με τη χειραγώγηση που στοχοποιεί την ευάλωτη κοινωνική κατάσταση και ταυτότητα του θύματος.

Η αποστέρηση της ελεύθερης μετακίνησης και της επικοινωνίας δυσχεραίνουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε βοήθεια. Το θύμα βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση εκφοβισμού, απειλητικών ενεργειών εις βάρος του, σωματικής, ψυχολογικής και λεκτικής βίας, καθώς και άλλων μορφών κακοποίησης, εξαναγκασμού, και καταχρηστικής συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί τμήμα ενός κυκλώματος παράνομης είσπραξης οικονομικών ωφελημάτων προερχόμενων από την καταναγκαστική εργασία και εκμετάλλευση του θύματος.

Η εμπορία ανθρώπων περιλαμβάνει διάφορες ενέργειες (μεταφορά, διακίνηση, στέγαση) που τελούνται με απειλή της χρήσης ή χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη, παραπλάνηση, κατάχρηση εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή με πληρωμή ή αποδοχή χρημάτων με σκοπό την εκμετάλλευση του θύματος. Εφόσον συντρέχουν τα παραπάνω η συναίνεση του θύματος είναι αδιάφορη. Η εκμετάλλευση γίνεται για πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους και μπορεί να είναι οικονομική, σεξουαλική, εργασιακή και μπορεί να συνίσταται και σε δουλεία, στον εξαναγκασμό σε τέλεση εγκληματικών πράξεων, σε αναγκαστικό γάμο, σε αφαίρεση οργάνων. Το άρθρο 323Α του Π.Κ. περιλαμβάνει όλες τις μορφές εμπορίας ανθρώπων. Στα θύματα εμπορίας παρέχεται (εφόσον συναινούν) προστασία που περιλαμβάνει κάλυψη άμεσων αναγκών όπως στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχοκοινωνική στήριξη και νομική βοήθεια, υποστήριξη για την κοινωνική ένταξη, επαναπατρισμό ή εγκατάσταση σε τρίτη χώρα. O χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας είναι ανεξάρτητος από την υποβολή καταγγελίας στις αρχές. Τα θύματα εμπορίας προστατεύονται από την απέλαση. Η έκδοση πράξης χαρακτηρισμού δίνει το δικαίωμα χορήγησης άδειας διαμονής θύματος εμπορίας ανθρώπων. Ισχύει επίσης η αρχή της μη τιμώρησης του θύματος, σύμφωνα με την οποία το θύμα δεν τιμωρείται για αδικήματα που τέλεσε, τα οποία παρουσιάζουν συνάφεια με το γεγονός της εκμετάλλευσής του στο πλαίσιο της εμπορίας ανθρώπων. Η αρχή ισχύει μόνο σε όσα πρόσωπα καταγγέλλουν την εμπορία που υπέστησαν. Η αποχή από την ποινική δίωξη για τα αδικήματα αυτά είναι προσωρινή και γίνεται οριστική αν η καταγγελία αποδειχτεί βάσιμη.

Η παροχή βοήθειας καθίσταται δυνατή στην περίπτωση που το ίδιο το θύμα μπορέσει να γνωστοποιήσει τη συνθήκη, διαφύγει και καταγγείλει το περιστατικό. Σημαντική είναι η παροχή βοήθειας σε θύμα trafficking όταν γίνονται αντιληπτές ενδείξεις κακοποίησης και εξαναγκασμού καθώς και πράξεις που υποκρύπτουν εμπορία ανθρώπων, π.χ. παράνομες διαδικασίες ιατρικού χαρακτήρα, επαιτεία.